σφουγγίζομαι

σφουγγίζομαι
σφουγγίζομαι, σφουγγίστηκα, σφουγγισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εναπομύττομαι — ἐναπομύττομαι (Α) απομύττομαι*, σφουγγίζομαι με κάτι («ἐναπομύττεσθαι ταῑς παροψίσιν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”